αλισφακίδι

αλισφακίδι
το
το αλισφακάκι*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά + παραγ. κατάλ. -ίδι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδα, αλισφακιδιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλισφακίδα — η [αλισφακίδι] το αλισφακάκι* …   Dictionary of Greek

  • αλισφακιά — η 1. κοινή ονομασία τού φυτού Salvia pomifera σε όλη την Ελλάδα. Την ίδια ονομασία έχουν επίσης, τοπικά, διάφορα άλλα είδη Σάλβιας, όπως τα Salvia officinalis, Salvia triloba (φασκομηλιά), S. verticillata και S. calycina. 2. το αφέψημα που… …   Dictionary of Greek

  • αλισφακιδιά — η [αλισφακίδι] η αλισφακιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”